δεντρώνω

δεντρώνω
1. μετ. засаживать деревьями;
2. αμετ. 1) зарастить, покрываться деревьями; 2) вырастать, превращаться в деревья (о саженцах); становиться очень высокими (о травах, посевах); 3) прятаться за дерево;

δεντρώνομαι

1) — покрываться деревьями;

2) миф превращаться в дерево

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "δεντρώνω" в других словарях:

  • δεντρώνω — (AM δενδρῶ, όω) 1. μεταβάλλω, μεταμορφώνω κάποιον σε δένδρο («κι ο μάγος δέντρωσε την κόρη») 2. (για φυτό) μεγαλώνω και γίνομαι δένδρο («βλαστήσασα καὶ δενδρωθεῑσα») νεοελλ. 1. φυτεύω δένδρα σε μια περιοχή 2. (για τόπο) είμαι γεμάτος δένδρα… …   Dictionary of Greek

  • αναδενδρώνω — και –δεντρώνω 1. φυτεύω εκ νέου δέντρα σε αποψιλωμένο χώρο 2. απλώς, φυτεύω δέντρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + δενδρώνω. ΠΑΡ. αναδένδρωση] …   Dictionary of Greek

  • δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… …   Dictionary of Greek

  • δενδρώ — ( όω) βλ. δεντρώνω …   Dictionary of Greek

  • δεντρωσιά — η [δεντρώνω] συστάδα δένδρων …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»